αναστηλωτής — ο αυτός που αναστηλώνει: Εργαζόταν στην αρχαιολογική υπηρεσία ως αναστηλωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Αμπαντί, Πολ — (Paul Abadie, Παρίσι 1812 – Σατού 1884). Γάλλος αρχιτέκτονας. Tο 1845 διηύθυνε τις εργασίες για την επισκευή της Παναγίας των Παρισίων. Διακρίθηκε και ως αναστηλωτής, ενώ φιλοτέχνησε επίσης τα σχέδια της εκκλησίας της Ιερής Καρδιάς (Sacre Coeur)… … Dictionary of Greek
Βαλαντιέ, Τζουζέπε — (Giuseppe Valadier, Ρώμη 1762 – 1839). Ιταλός αρχιτέκτονας, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοκλασικής εποχής. Σπούδασε στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά και ταξίδεψε στη Φλωρεντία, στη Μοντένα, στο Μιλάνο και στη Μασσαλία. Το 1781, σε… … Dictionary of Greek
Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… … Dictionary of Greek
Καζιμίρ — (Casimir). Όνομα τεσσάρων ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. K. A’ ο Αναστηλωτής (1015; – 1058). Δούκας της Πολωνίας (1040; 58). Ήταν γιος του Μιέσκο B’. Το 1034, ύστερα από επανάσταση που ξέσπασε εναντίον του, εγκαταστάθηκε μαζί με την αντιβασίλισσα… … Dictionary of Greek